- ἑλίσσομαι
- ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελίσσομαι — ελίσσομαι, ελίχθηκα (σπάν. ελίχτηκα) βλ. πίν. 28 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελίσσομαι — ελίχτηκα 1. στρέφομαι γύρω από ένα κέντρο, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι: Το φίδι ελίσσεται. 2. κάνω ελιγμούς, διαγράφω στην κίνησή μου αλλεπάλληλες καμπύλες. 3. (στο στρατό), κινούμαι με ελιγμούς για άμυνα ή επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλίσσομαι — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 1st sg ἐλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… … Dictionary of Greek
εγκισσεύομαι — ἐγκισσεύομαι (Α) ελίσσομαι σαν κισσός, σχηματίζω πλέγμα … Dictionary of Greek
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek
μανουβράρω — [μανούβρα] 1. εκτελώ ελιγμό, κάνω μανούβρα, ελίσσομαι 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι με πλάγιες ενέργειες, μηχανεύομαι διάφορα τεχνάσματα … Dictionary of Greek
ρόμος — και ῥόμοξ, ὁ, Α το σκουλήκι τού ξύλου, το σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ. τ. *wŗm os «σκουλήκι» με φωνηεντισμό ρο (πιθ. διαλεκτικό) και συνδέεται με το βοιωτ. ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και επίσης με τα: γοτθ. waurms, γερμ. Wurm και το λατ.… … Dictionary of Greek
σκολιεύω — Μ [σκολιός] (ενεργ. και παθ.) 1. ελίσσομαι, συστρέφομαι 2. μτφ. α) είμαι πανούργος, ύπουλος β) βγάζω παράλογα συμπεράσματα … Dictionary of Greek